- πέλυκος
- πέλυξaxe: masc gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πέλυκος — πέλυξ axe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 … Dictionary of Greek